υπέστην
Смотреть что такое "υπέστην" в других словарях:
ὑπέστην — ὑφίστημι place aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ὑφίστημι place aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek